- καυτερός
- -ή, -όθερμός, αυτός που καίει πολύ, καυστικός, δριμύς: Ο Ιούλιος έχει καυτερές μέρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καυτερός — η, ό [καυτός] 1. αυτός που καίει, πολύ θερμός, ζεματιστός, καυστικός 2. μτφ. τσουχτερός, δριμύς 3. το ουδ. ως ουσ. το καυτερό ειδικό εργαλείο που χρησιμεύει για το ψάρεμα τών καλαμαριών … Dictionary of Greek
έμφλογος — ἔμφλογος, ον (Μ) ο αναμμένος, αυτός που έχει φλόγα, που καίει, καυτός, καυτερός … Dictionary of Greek
βογγερός — ή, ό 1. αυτός που συνοδεύεται από βόγγους 2. εκείνος που παράγει ισχυρό ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βόγγος + (κατάλ.) ερός (πρβλ. βροχερός, δροσερός, ζουμερός, καυτερός, παγερός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ενακμάζω — ἐνακμάζω (AM) μσν. μαίνομαι εναντίον κάποιου («ἐνακμάζουσι κατὰ τῶν γειτόνων», Ευστάθ.) αρχ. 1. βρίσκομαι στην ακμή, είμαι ώριμος («ὅταν δὲ τὰ λήια ἐνακμάζῃ καὶ ὦσιν oἱ στάχυες ξανθοί», Αιλιαν.) 2. (για φωτιά) έχω μεγάλες φλόγες, μαίνομαι 3. (για … Dictionary of Greek
ζεματιστός — ή, ό (Μ ζεματιστός, ή, όν) [ζεματίζω] 1. αυτός που καίει πολύ, πολύ ζεστός, καυστικός («νερό ζεματιστό») 2. μτφ. καυτερός («τα δάκρυα της που πέφτανε ζεματιστά πάνω στα μάγουλά της», Νιρβ.). επίρρ... ζεματιστά με καυτερό τρόπο, με ζεματιστό τρόπο … Dictionary of Greek
ζουριάζω — 1. κάνω κάποιον ή κάτι καχεκτικό, μαραίνω, κατσιάζω («τό ζούριασε η αρρώστια το παιδί») 2. (μτχ. παθ. παρακμ.) ζουριασμένος, η, ο μικρός στο ανάστημα, καχεκτικός 3. (αμτβ.) γίνομαι καχεκτικός, ατροφικός, φθίνω, μαραζώνω (φρ. «ζούριασαν οι… … Dictionary of Greek
καματώδης — (I) καματώδης, ῶδες (Μ) υπερβολικά ζεστός, καυτερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση τού συμφων. συμπλέγμ. vm σε m ]. (II) καματώδης, ες (Α) επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ. β.… … Dictionary of Greek
καυστικός — ή, ό (ΑΜ καυστικός, ή, όν, Α και καυτικός, ή, όν) [καυστός] 1. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να καίει, υπερβολικά θερμός, καυτερός («τὸ καυστὸν οὐ καίεται... ἄνευ τοῡ καυστικοῡ», Αριστοτ.) 2. αυτός που η επαφή του με ένα μέρος τού… … Dictionary of Greek
καυτός — (I) και καυστός, ή, ό (ΑΜ καυτός και καυστός, ή, όν) [καίω] αυτός που καίει, που βράζει, πυρακτωμένος, καυτερός, ζεματιστός (α. «καυτό σίδερο» β. «καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκάειν τὸ φῶς Κύκλωπος», Ευρ.) νεοελλ. ζωτικός, βασικός («καυτά… … Dictionary of Greek
φλογερός — ή, ό / φλογερός, ά, όν, ΝΑ 1. αυτός που εκπέμπει φλόγα, που καίει, καυτερός (α. «φλογερό καμίνι» β. «φλογεραὶ ἀκτῑνες», Απολλ. Ρόδ.) 2. μτφ. (για συναίσθημα) πολύ έντονος, παράφορος (α. «φλογερός έρωτας» β. «φλογερός πατριωτισμός» γ. «ἐσβέσθη… … Dictionary of Greek